- φιλόσοφος
- -η, -ο1. ο φίλος (εραστής) της σοφίας, αυτός που φιλοσοφεί, αυτός που ερευνά τις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων, ο σοφός: Μίλησε με φιλόσοφο πνεύμα.2. το αρσ. και το θηλ. ως ουσ., φιλόσοφος, ο, η αυτός που διδάσκει φιλοσοφία, ο συγγραφέας φιλοσοφικών έργων: Ο φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ.3. μτφ., αυτός που τον διακρίνει εγκαρτέρηση με φιλοσοφικότητα, αυτός που δείχνει φιλοσοφική απάθεια, αυτός που αδιαφορεί για τα εγκόσμια, ο καρτερικός, ο υπομονετικός, ο στωικός: Ο θείος έγινε φιλόσοφος μετά το κακό που τον βρήκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.